Thursday, February 28, 2008

Γιουροβύζιον 2008


Αγαπητόν μου ημερολόγιον,

Εχθές ήδα μαζί με τον Σπυρούκο τον δισεγγονό μου την γιούροβύζιον. Πολή ωρέα εκπομπή κε πολή καλό πρόγραμμα κάνανε τα δυό κορίτσια. Της αδερφές Καλουτά μου θημίσανε τ ατιμά. Πολή το χάρικα που θα στίλουμε την Καλομίρα γιατί ήνε καλό κε γλικό κορίτσι. Ο Σπυρούκος θήμοσε γιατί ήθελε τον Μαρτάκη. Μορέ ξέρω εγω καλά τι τον ήθελε τον Μαρτάκη, αλλα δεν θα μιλήσο. Δεν λέο βέβεα, καλό παιδί φένετε ο καημένος, κι έχη όμορφα μάτια. Αλλά πολή κουνιέτε κε δεν ήνε όμορφο ο άνδρας να κουνιέτε έτσι. Φησικά καμία σχέση με τους δικούς μας τους λεβεντοχορούς που χορεύανε κάποτες η άνδρες. Αχ. Πάνε εκήνα τα χρόνια.

Επήσης πολί γέλασα με τον Λαζοπουλο. Σοστά κι ωρέα τα λέη το παλικάρι. Κι αφτός ο Κούγιας! ΑΧ! Εδώ στο λεμό που κάθετε ο αλήτης. Να μην αφίνη τα παιδιά του να πάνε στην Μικονο! Γιατί;! Τι φοβάτε; Όχι να μας το πη! Μην του βγει τ’ αγοράκι του κουνιστός σαν τον Σπυρούκο μου; Δηλαδή, όπιος πάη στην Μικονο, γίνετε τιούτος;! Ήμαρτον Θεέ μου. Εμένα ο Σπυρούκος ποτέ δεν πήγε στην Μικόνο μικρός, μεγάλος πάη σινέχεια, κε από μικρό παιδί, όλο μαγόρια τον πιάναμε με κατεβασμένα τα βρακιά! Αμα ήνε να σου βγη το παιδί κουνιστό, δεν πα να βαράς τον κόλος κάτο!

Κι αφτό βρε παιδί μου με τους δημοσιογράφους που σκοτόνοντε στην τηλεόραση. Τι κακο πράγμα κιαφτό. Έτσι ήνε όμος. Αν πέση διαθφορά, έτσι γίνετε.

Κατά ταλα όλα καλά καλό μου ημερολόγιο. Σήμερα άνιξα φίλο κι έκανα τυρόπιτα για τον Σπυρόυκο μου. Τωρα την νιόθω που μιρισε όλο το σπίτι. Θα σαφισο για σημερα για να παω να δο αν εγινε μην την καψω η τρελη κε τρέχω μετα.

Wednesday, February 20, 2008

Χιόνια κε άλα


Αγαπητόν μου ημερολόγιον,

Ο Σπυρούκος μου με εξήγησεν κε εγραψα στο χαρτι πώς να βρισκο ηκονες από το ιντερνετ κε να της βαζο στο μπλόκ μου. Εφχομε να σας αρεση.



Σήμερα λίοσανε κάπος τα χιόνια. Ωρέα ήτανε κε μαρεσε γιατι με θημεσεν τα παλιά. Η νέη σήμερα ήνε καλομαθημένη. Εμης στον κερό μας χιόνιζε πολή κε ήχε κρύο, κι όμος βγέναμε κε καναμε κανονικα της δουλιές μας. Έπρεπε να βγουμε, να καθαρισουμε την αβλή, ναναψουμε την σομπα, αφου προρα φερομε ξύλα, να ξηπνισουμε τα παιδια κε να τα κεσκατισουμε, να τα ντισουμε, να τα ταησουμε, κε να τα στιλουμε στο σκολιο. Να μαθουν γραματτα κε να μη μινουν ξυλα απελεκιτα σαν κε μας.

Μετά έπρεπε να ψονίσουμε με τα χριματα που μας αφκαν η αντρες μας κε να μαγιρεψουμε το φαγιτο της οικογενιας, να ξεστροσουμε, να καθαρισουμε, να μπαλοσουμε, να βρασουμε νερο κε να πληνουμε με τα χερια τα ρουχα. Αχ! Τα σοβρακα ηταν οτη χιροτερο γιατι επρεπε να βραση καλα καλα το νερό κε μετα με το λουλακι να πλεονομε για ωρες. Περναμε μια καζανα μεγαλη, κουβαλοσαμε με τους κουβαδες πανελα το νερο, μετα ναναψουμε την φωτια από κατο κε να βραση το νερο.

Τελος παντον. Αφτο πού ηθελα να πω ηνε πος τα χιόνια δεν σταματαγαν την καθιμερινή μας ζωή. Κε μιλάο για χιόνι με τα μέτρα, όχι δυο πόντους όπος τόρα. Επρεπε να γίνη μεγάλος χιονιας για να μινουμε μεσα στο σπιτη.

Ο Σπυρούκος, ο δισεγγονός μου μεπριξε αφτες της μερες. Έβλεπε της ηδήσης στην τηλεόραση κε όλο στεναχοριότανε. Ιδίος το Σαβάτο που έμηνε μέσα μέπριξε! Ήχε λέη, κανονιση με τους φίλους να βγούνε το βραδι να πάνε στο Γκάζι. Τι θες βρε ζαβό του λεγα εγώ, πας κη κατο σε κακοφιμη περιοχη κε με τετιο κρυο. Εκη παλια ήταν το Γκάζι, γιαφτό το λένε έτσι, κε ηχε καφιμα μαγαζια κε τετια. Σήμερα λέη ο Σπυρούκος μου, ήνε το μερος που μαζεύοντε η κουνιστή κε περνανε καλα. Δεν θελο καν να σκεφτομε τη ανομαλίες κάνουν εκη Θεέ μου! Σοδομα κε Γομορα έγηνε η Αθήνα. Κε με τους αλβανους κε τους ρόσους κε τους ξένους. Αχ! Πάη η όμορφη Ελλάδα μας. Ο Βενιζέλος μόνο ήξερε κε την έκανε μεγάλη κε τρανή, αλα μας πουλισαν η ξένη κε πάθαμε αφτό που πάθαμε.

Πάλι ομος φευγο από το θέμα. Τέλος πάντον μηναμε μεσα τα διό μας κε τα λέγαμε. Μιλούσε σινέχια στο κινητό βεβεα αλλά δεν μας εμπόδισε. Ο καλός μου με πρόσεχε πολύ. Έφερε το αεροθερμο του από το δοματιο του κε μου το άφικε στο ντιβάνι να με ζεστένι το βραδι, γιατί λεη αφτος ηνε νεος κε δεν χριαζετε, ενο εγο που με μεγαλη το χο πιο πολη αναγκη. Ο καλός που. Η αλες η αχριστες ουτε ένα τηλεφονο δε με πηραν, αν χριαζομε κατη. Σκύλες γένισα η ρουφιάνα! Κε σχορα με Θεέ μου αλα έτσι ήνε.

Το βράδη ήδαμε τον Λαζόπουλο. Ωραίος άνδτρας Θεέ μου κε νεος πολή. Αφου κολάστικα η καψερή... Εμ βεβεα, πάνε δεκαετίες που πλάγιασα τελεφτεα φορά με τον άνδρα μου. τόρα, όταν ερθη η ώρα, θα πλαγιασουμε ξανα μαζί παντοτινά στους ουρανόυς. Παντος ορεα τα ήπε.

Αφτα για σήμερα καλο που ημερολόγιον. Κουραστικα από το ταπα ταπα κε παγοθκαν τα δαχτιλα μου, όπος παλεα που έπλεκα με της ωρες κε σταματούσα για να τα ζεστανο στην σόμπα.

Θεέ μου, να εχης καλα τον πισογλέντη, το παλικαρι που μου μιλαη στο μπλογκ μου. Ηνε τιουτος κιαφτος σαν τον Σπυρουκο μου, αλα φενετε καλο παλικάρη.

Tuesday, February 12, 2008

Διακοπή ρέβματος


Αγαπητόν μου ημερολόγιον,

Σκατά τα έκαμα σήμερα. Ήρθεν ο ανεπρόκοπος ο δισέγγονος μου ο Σπυρούκος με τους φίλους του. Σκατά φίλους, κουνιστή κιαφτή σαν τα μούτρα του. Ο ένας τουλάχιστον έμιαζε με παλικάρι, ο άλος όμος ήταν σκέτη κοπέλα. Κι έτσι κε δε γνόριζα για της παρέες του θα τον νόμιζα για κοπέλα αληθινή.

Κάτσανε κε φαγανε τα μούλικα τα σουτζουκάκια σμυρναι’ι’κα που τους έφτιακα κε μετά πλακοσανε τα χόρτα. Την σκοδαλιά που τους έβγαλα ούτε νακουμπισουν δεν ήθελαν τα κολόπαιδια. Μυρίζει λεη ο στόμας τους κε δε θέλουν. Όταν βάζουν τα πραγματά τους, Θεέ μου σχόρα με, ο ένας στον πισινο του αλουνού, δεν εχουνε πρόβλιμα! Κρατίθικα να τους το πω. Έχε χάρη που ο Σπυρούκος ήνε ο μόνος από την οικογένια μου που με σκέφτετε κε με προσέχη. Ο Θεός να τον έχη καλά κε να τον φοτίση να βρη μια κοπέλα μιά ημέρα κε να κόψει της ανομαλίες.

Επίσης σίμερα ήχαμε διακοπή ρεύματος κι έχασα την Τατιάνα. Η σουμέλα με πήρε τηλέφονο από το σπίτι της νύφης της κε μου ήπε πος ήχε την Άντζελα την Δημητρίου στην Δρούζα κε πολή θύμοσα που δεν μπόρεσα να το δο. Καλή τραγουδιάρα κιαφτή του λόγου της. Λίγο με το χαζό το παιδί της τα σκάτοσε, αλά τι φτέη αφτή αν το παιδί δεν είναι γερό στο μυαλό; Ο Θεός δίνη κι ο Θεός πέρνη, έτσι μέμαθαν εμένανε.

Τόρα πήγα μέχρι το γαλακτοπολείο κε αγορασα έναν κεσε γιαούρτι για να το φαο το βράδι που έχη τον Λαζόπουλο κε που πολή μαρέση γιατί τα λέη χίμα κε σταράτα. Να αγίαση ο στόμας του. Εύχομε μονάχα αυτή η ενεπρόκοπη στην ΔΕΗ να μην κάμουν καμια βλάκια κε μου το κόψουν το ρεύμα πάλι βραδιάτικα, πολή θα χαλαστό.

Αυτά καλό μου ημερολόγιο. Φτάνη για σήμερα γιατί με πονέσανε τα μάτια μου.

Περί Κούγια


Αγαπητόν μου ημερολόγιον,

Σήμερης ήλθεν η φίλη μου η Σουμέλα κε ήπιαμε καφέ κε τά παμε. Η νύφης της λέη, γκαστρόφκε στα 55! Μαρή, της ήπα, 55 χρόνον γυνή κι έχη ακούμη περίδο; Κουνέλα η κάργια! 4 παιδιά έκαμε, θα κάμει κε πέμτο, τόρα στα γεράματα! Αν ήνε δυνατόν Θεέ μου; Αλά γιαφτην θα σου πω άλλη φορα.

Εχθες ήδα στην Τατιάνα την γυνέκα του Κούγια, του δικηγόρου, που λεη πολύ κακό της έκαμε. Αυτός βέβεα δεν ήνε κι ο καλήτερος. Μού λεγε χθες ο δισέγγονος μου ο Σπυρούκος, πος αυτός λέη ήνε πολί σκάρτος άνθροπος. Πος το πέζη καλος χριστανός αλα ήνε διφθαρμένος κε έχη γίνη ρεζίλη παλιά που πίδηξε λέη κάτι κάγκελα κε μια άλη φορά έκλησε την Τατιάνα στην φιλακή, μια μάνα! Για όνομα του Θεού! Εγώ του ήπα του παιδιού, να μην πιστεύη ότι κακία λέη ο κόσμος, γιατή ο κόσμος ήνε κακός κε λέη πολές κακίες.

Από την άλη, ήδα το κοριτσι που τα έλεγε στην Τατιάνα, όμορφο κορίτσι, αλα παστρικιά! Τα ξέρο εγώ αυτά της μόδας. Κε στον κερό μου αυτές τις γυνέκες που έκαναν πασαρέλα κε θέατρο κε τραγούδη, τις ξέραμε καλά τι κουμάσια ήταν. Που την πήρε κε την έκανε κυρία ο άνθροπος.

Βέβεα, τόρα ήνε μανα με παιδιά, κε κακός την τηρανάη ο Κούγιας. Δυό παιδιά βρε του κανε η γυνέκα, έναν γιό σκέτο κουκλι, λεβέντις θα γένη μέχρι απάν ότα μεγαλόση. Κι αντής να της πη ευχαριστό κε να την προσέχη, θέλη να την πετάξη από το σπίτι ο άθλιος κε να την αφίση στο δρόμο. Ασε που δεν τον πιστέο που ήπε πος τον χτίπησε η γυνέκα του. Γυνέκα μαρή σέκαμε τέτιο σημάδι; Εγώ ουτε τολμούσα να συκόσω χέρι απαν στον δικό μου. Τόρα βέβεα, αν πηγε να της πιραξη τα παιδιά, η μάνα γήνετε σκύλα κε σικόνη χέρι κε τον κάνη τον άνδρα με τα κρεμιδάκια.

Μπερδεμένη όμος είμε κε με τους δύο. Ντοπής να ήνε έτσι μαλομένη και να βγένουν στην τλεόραση και να μαλόνουνε. Δεν ήνε σοστό να τους βλέπη έτσι η κοινονία και να ρεζιλεύυοντε. Ο Θεός να τους φωτίση κε να τα βρούνε για καλό τον παιδιόν, γιατί ήνε αμαρτία να υποφέρουνε για χάρη τον γονιόν τους κε να μην μπορουν να πάνε σχολίο και στην εκλησία.

Ουφ! Τάπα κε ξεδοσα. Τόρα θα το κλίσο το μαραφέτι τουτο γιατί έχω να μαγιρέψω για τον Σπυρούρο σήμερα που θα φέρη λέη φίλους το μεσιμέρη για φαγιτό κι έχω ξεπαγόση κιμά. Με κούρασε πάλι αφτό το ταπα-ταπα όταν γράφο.

Monday, February 11, 2008

Ποία είμε;


Αγαπητόν μου ημερολόγιον,

Σίμερης, ο δισέγγονος μου ο Σπυρούκος, ο κουνιστός κε ντροπήν της οικογενείας, με έδιξεν επιτέλους πως δουλέυη το μαραφέτιν τούτο που το φωνασκούνεν υπολογιστή, ή άλoς κομπγιούτερ.

Με πηρεν ημέρες διά να μάθο πως το κομβίον ανοίγην αφτο το διαολόπραγμαν, πως μπαίνη, έτσι μου τό πεν, εις τα γουίνδονς, παράθυρα με είπεν πως θα πη στα Λονδρέζικα. Μ’έμαθεν πως να ανόιγω το πρόγραμμα με το αγγλίκόν το έψιλον, τον μπλέ, κε να μπαίνο μονάχις μου στον μπλογκερ, άιντε να καταλάβης τώραν τί τουτο σημένην στην Ελληνικήν.

Απεφάσισα να ασχολιθών λίγον με τα της τεχνολογίας, γιατί όλη ημέρα, το εβαρέθικεν η ψυχής μου το πλέξιμον, το μαγίρευμα των ρεβιθοκιεφτέδων κε τους καφέδες με τις γειτόνισσές μου.

Αγαπητόν μου ημερολόγιον. Με λένε Αικατερίνη που ανδρούθκα τον Κωστίκαν τον Τεβεκέλη, αλλά η φίλες μου με αποκαλούν απλός κύρα-Κατίνα. Γεννιθικα στον πόντο, στην Τραπεζούντα το χίλια ενιακόσιαν έξι. Ωρέα ήταν όσπου μας εδίοξαν αι Τούρκη, που κακόν χρόνο νάχουνε τα σκυλιά. Που μας αποθάνανε!

Ηρθα στην Ελλάδαν το εικοσι δυό, αφού έκαμαν πρότα για λίγα χρόνια στην Σμύρνη, θαυμάσιαν πολή, την κατέκαψαν αι τουρκη, τα σκυλιά. Που κακό χρόνο νάχουνε. Εγύρισαν με τον άνδρα μου την Ελλάδαν. Περάσαμεν από τα νισιά στην Αθήνα, μετά φύγαμεν για Βέροια, μετά πήγαμεν στον Εβρο απάν στην Ορεστιάδα. Μετά την κατοχή άφκα πάλι στην Αθήνα, στο Πασαλιμάνι. Ήταν ωρεα κάποτε, μα τώρα βρομάη το τόπος. Σα τα μούτρα τους τη κάναν τη πόλη κε δεν αντέχω. Να αποθάνω νασιχασο.

Τόρα βεριέμε κε για να περάσο την ώρα μου θα κάθομε στο διαολοκούτι αφτό κε θα γράφο για το τι βλέπο στην τηλεόρασ κε που με τσατίζει κε θα τα λεο δω πέρα να ξεσκάο.

Σταματάο τόρα γιατί με πόνεσαν τα δαχτιλά μου από το κούπα-κούπα απάν στα κουμπιά. Έχω κε αφτό το πραγμα με το καλόδιο που μου τόπε ποντίκι ο ανέτροπος ο δισέγγονος μου ο Σπυρούκος. Κάνο κλικ λέη στο μεγάλο πορτοκαλί κάτο κε το σώζη λέη για μετά. Αντε να ηδω τί θα γίνη.

Τεστινγ

Τεστινγ-τεστινγ, ουονε, του, θρι...

Μαρή! Έκαμνα το πρώτο μου ποστ! Μπα σε καλό μου.